- Φρύγας
- Φρύξa Phrygianmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καταφρυγαστής — Καταφρυγαοτής, ὁ (AM) στον πληθ. οι Καταφρυγασταί μέλη μιας αίρεσης, μοντανιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < φρ. κατὰ Φρύγας] … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek